- παιανογράφος
- παιᾱνογράφος [γρᾰ], ὁ,A writer of paeans, Apollon.Mir.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιανογράφος — παιανογράφος, ὁ (Α) αυτός που γράφει παιάνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + γράφος*] … Dictionary of Greek
παιανογράφους — παιανογράφος writer of paeans masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek